- σκύλαξ
- σκύλαξ, ακος: whelp, puppy. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Σκύλαξ — young dog masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλαξ — young dog masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek
Σκυλάκεσι — Σκύλαξ young dog masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλάκεσι — σκύλαξ young dog masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυλάκεσιν — Σκύλαξ young dog masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλάκεσιν — σκύλαξ young dog masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυλάκεσσι — Σκύλαξ young dog masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλάκεσσι — σκύλαξ young dog masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυλάκεσσιν — Σκύλαξ young dog masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλάκεσσιν — σκύλαξ young dog masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)